- δικαστηριακός
- -ή, -όαυτός που έχει σχέση με το δικαστήριο: Δικαστηριακή αίθουσα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
δικαστηριακός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε δικαστήριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < δικαστήριο. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek